Οτοτύξιοι

Οτοτύξιοι
Ὀτοτύξιοι, ot (Α)
(κωμικό κύριο όν. στον Αριστοφ.) άνθρωποι τών θρήνων, θρηνωδοί, κλαψιάρηδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. < ὀτοτοῖ, θρηνητικό επιφώνημα χάριν λογοπαιγνίου στο εθνικό όν. Ολοφύξιοι, κάτοικοι τής Ολοφύξον, πόλης στον Άθω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὀτοτύξιοι — men of Wails masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀτοτυξίους — Ὀτοτύξιοι men of Wails masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”